- μεταθετό
- τοβλ. μεταθετός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταθέσιμος — η, ο (Μ μεταθέσιμος ον) [μετάθεση] αυτός που μπορεί να μετατεθεί, να μεταβάλει θέση νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μεταθέσιμο η δυνατότητα μετάθεσης, το μεταθετό μσν. το ουδ. ως ουσ. η μετάθεση επισκόπου από μια επισκοπή σε άλλη … Dictionary of Greek
μεταθετός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να μετατεθεί 2. το ουδ. ως ουσ. το μεταθετό α) η δυνατότητα μετάθεσης β) μουσικό όργανο που έχει κατασκευαστεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να παράγει άλλο ήχο από εκείνον που αναλογεί στον γραμμένο φθόγγο γ) (καν. δίκ.) η… … Dictionary of Greek